Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > empaste

empaste

Material utilizado para rellenar una caries o reemplazar parte de un diente.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

El jardín de las delicias

Bosch's most famous and unconventional picture, The Garden of Earthly Delights was painted between 1490 and 1510. The oil painting is on three panels, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Divergent

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Top Candies Of All Time

Κατηγορία: Food   2 10 Όροι