Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > hipertrofia

hipertrofia

General increase in bulk of a part or organ, not due to tumor formation, nor to an increase in the number of cells.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

XimenaD
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Graduate Management Admission Test (Examen de admisión para graduados en gestión de empresas)

Like the GRE, GMAT is a pre-requisite test for students wishing to apply to MBA programs in USA. Similarly, the top business schools around the world ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bend It Like Beckham (Gurinder Chadha, Director) Blossary

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 1 Όροι

Reach for the Moon

Κατηγορία: Other   2 8 Όροι