Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > intracoronario
intracoronario
El área dentro de la corona de un diente.
0
0
Βελτίωση
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια
transbordador espacial
Nave espacial reutilizable con alas desarrollado por la Administración Nacional de Aeronáutica y del Espacio de Estados Unidos (NASA) para misiones de ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Bagar
0
Όροι
64
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Best Dictionaries of the English Language
Κατηγορία: Languages 1 4 Όροι
Browers Terms By Category
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Wireless networking(199)
- Modems(93)
- Firewall & VPN(91)
- Networking storage(39)
- Routers(3)
- Network switches(2)
Network hardware(428) Terms
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)