Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > litosfera
litosfera
La cáscara externa y rígida de la Tierra, situada por encima de la astenosfera y que contiene la corteza, los continentes y las placas.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Chemistry; Weather
- Category: Atmospheric chemistry
- Educational Institution: Sam Houston State University
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
medicina comunitaria
La especialidad que tiene a su cargo la salud y la enfermedad de una población o de una comunidad en particular. El objetivo es identificar los ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί
Simple Body Language Tips for Your Next Job Interview
Κατηγορία: Business 1 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Biochemistry(4818)
- Molecular biology(4701)
- Microbiology(1476)
- Ecology(1425)
- Toxicology(1415)
- Cell biology(1236)
Biology(22133) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)