Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > marmolado

marmolado

The presence of thin strips or flecks of fat within a meat cut. More marbling is usually associated with greater palatability.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Written communication

carta

Una carta es un mensaje escrito en un papel. Hoy en día es poco común usar esta vía de comunicación (excepto para asuntos oficiales e importantes) ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The World News

Κατηγορία: Other   2 30 Όροι

Flower Meanings

Κατηγορία: Objects   1 19 Όροι