Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > meiosis

meiosis

The process of two consecutive cell divisions in the diploid progenitors of sex cells. Meiosis results in four rather than two daughter cells, each with a haploid set of chromosomes.

See also: mitosis.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mariana Toledo C
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types

Skyfall

Skyfall (estrenada el 23 de octubre 2012) es el nombre de la 23a película de James Bond, parte de la serie de Eon Productions y que marca el 50 ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The world of travel

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι

Indonesia Top Cities

Κατηγορία: Travel   2 10 Όροι