Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > monocultivo

monocultivo

A pattern of crop or tree production that relies on a single plant variety.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

español

El español es un idioma que proviene de España y que se habla en muchos otros países.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Cactuses

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 10 Όροι

Relevant Races in Forgotten Realms

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 30 Όροι