Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > novocaína

novocaína

Nombre genérico de los muchos tipos de anestésicos utilizados en la inyección dental, tales como la xilocaína, lidocaína o novocaína. Véase anestesia local.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Bob Dylan

Cantautor y poeta estadounidense, famoso desde los años 60 cuando se combirtió un una figura del descontento cambión a través de sis canciones ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Divergent

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Top Candies Of All Time

Κατηγορία: Food   2 10 Όροι

Browers Terms By Category