Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > péptido

péptido

Two or more amino acids joined by a bond called a "peptide bond."

See also: polypeptide.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vhanedelgado
  • 0

    Όροι

  • 15

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Mobile communications Category: Mobile phones

Samsung Galaxy S6 Edge

The Edge Samsung Galaxy S6 es uno de los dos teléfonos móviles protagonista para el 2015; el otro es el Samsung Galaxy S6.  El S6 Edge se anunció ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Abandoned Places

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 9 Όροι

Glossary of environmental education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 41 Όροι

Browers Terms By Category