Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > faringe

faringe

Cavity in the digestive tract just past the mouth itself. May be muscularized for sucking or swallowing in various animals.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Coats & jackets

traje Mao

Simple blue jacket with buttons down the middle and several front pockets. The Mao suit was actually originally worn by Sun Yatsen, but became ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

alex

Κατηγορία: Animals   1 2 Όροι

Best Dictionaries of the English Language

Κατηγορία: Languages   1 4 Όροι