Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > fenocopia

fenocopia

A trait not caused by inheritance of a gene but appears to be identical to a genetic trait..

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Bob Marley

Múscio y compositor jamaiquino que vivió entre 1945-1981, y es sin duda el artista de reggae más reconocido de todos los tiempos. Su album de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Exotic buildings in China

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι

Apples

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι