Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > neumonía

neumonía

Inflammation of the lungs.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

navajo

El navajo es un idioma del pueblo navajo, un pueblo indígena del suroeste de los Estados Unidos.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Morocco Travel Picks

Κατηγορία: Travel   1 4 Όροι

Basic Glossary of English-Romanian Legal Terms

Κατηγορία: Νομική   1 1 Όροι