Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > precisión

precisión

The agreement between the numerical values of two or more measurements that have been made in an identical fashion.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Cruise

Titanic

El barco de pasajeros que se hundió después de la legendaria chocar con un iceberg en su viaje inaugural desde Southampton Inglaterra a Nueva York en ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top PC games

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 5 Όροι

Blogs

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 76 Όροι