Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pulpitis

pulpitis

Inflamación, a menudo dolorosa, de la pulpa dental o nervio dental.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Advertising Category: Television advertising

pvr (grabador de video personal)

Un termino genérico para un dispositivo que es similar a un CVE pero graba datos de televisión en formato digital en oposición al formato análogo de ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Divergent

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Top Candies Of All Time

Κατηγορία: Food   2 10 Όροι