Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > castigo
castigo
Indeseables consecuencias del comportamiento probable que disminuya la frecuencia de ocurrencia de ese comportamiento.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
resultado del aprendizaje
Resultado final de un proceso de aprendizaje, es decir, lo que se ha aprendido.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Industrial lubricants(657)
- Cranes(413)
- Laser equipment(243)
- Conveyors(185)
- Lathe(62)
- Welding equipment(52)
Industrial machinery(1734) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)