Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pupación

pupación

The act of becoming a pupa.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Human body

cerebelo

La porción del cerebro en la parte posterior de la cabeza, entre el cerebro y el tronco cefálico.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Basics of CSS

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 8 Όροι

Avengers Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι