Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > sarraceno
sarraceno
In the Middle Ages, the common term among Christians in Europe for a Mohammedan hostile to the crusaders
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Historical Terms
- Κλάδος/Τομέας: Ιστορία
- Category: Παγκόσμια ιστορία
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Manufacturing Category: Glass
Gorilla Glass 4
Corning Incorporated anunció su última innovación en el diseño de material de electrónica de consumo, el revolucionario Corning® Gorilla® Glass 4, que ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
British Billionaires Who Never Went To University
Κατηγορία: Business 4 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Gardening(1753)
- Outdoor decorations(23)
- Patio & lawn(6)
- Gardening devices(6)
- BBQ(1)
- Gardening supplies(1)
Κηπουρική(1790) Terms
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)
Inorganic chemicals(50) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Meteorology(9063)
- General weather(899)
- Atmospheric chemistry(558)
- Wind(46)
- Clouds(40)
- Storms(37)