Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aranceles

aranceles

Charges assessed by a government on imported items at their point of customs entry into the country, and paid for by the importer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

cesarpretelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Body art

cara de dona

Se logra una nueva expresión de arte corporal mediante el goteo de una solución salina sobre la frente hasta que se forma una protuberancia grande. ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Rock Blues Guitarist

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Caviar

Κατηγορία: Food   2 4 Όροι

Browers Terms By Category