Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > Transvenoso
Transvenoso
Introducido al corazón mediante una vena. Ver endocardial.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays
Janucá
Es una fiesta judía que dura por ocho días, celebrando la recuperación del Templo Sagrado en Jerusalén. Típicamente se enciende un candelabro de ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Muscular(158)
- Brain(145)
- Human body(144)
- Developmental anatomy(72)
- Nervous system(57)
- Arteries(53)
Anatomy(873) Terms
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)