Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > tiloses

tiloses

Masses of parenchyma cells appearing somewhat like froth in the pores of some hardwoods, notably the white oaks and black locust. Tyloses are formed by the extension of the cell wall of the living cells surrounding vessels of hardwood.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

busto

A sculpted or painted portrait that comprises the head, shoulders and upper arms of the subject.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Big Data

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 2 Όροι

Fanfiction

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 34 Όροι