Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > vida útil

vida útil

El lapso durante el cual una propiedad puede ser utilizada o puede aportar beneficios a su propietario.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types

Disney en China

Disney ha anunciado que llevará sus afamadas películas al mercado chino de cable. El acuerdo proveerá películas de Disney, tanto nuevas como clásicas, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Exercise

Κατηγορία: Health   2 20 Όροι

Rock Bands of the '70s

Κατηγορία: Ιστορία   1 10 Όροι