Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > vasodilatación

vasodilatación

The physiological widening of blood vessels by relaxing the underlying vascular smooth muscle.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

resultado del aprendizaje

Resultado final de un proceso de aprendizaje, es decir, lo que se ha aprendido.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pollution

Κατηγορία: Health   1 17 Όροι

Characters In The Legend Of Zelda Series

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 29 Όροι