Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > viremia

viremia

The presence of viruses in the blood.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

cesarpretelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Body art

cara de dona

Se logra una nueva expresión de arte corporal mediante el goteo de una solución salina sobre la frente hasta que se forma una protuberancia grande. ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pancakes

Κατηγορία: Food   2 17 Όροι

Wine

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι