Home > Βιομηχανία/Τομέας > Advertising
Advertising
The methods and act of calling something to the attention of the public especially through paid announcements. Also includes the business of preparing advertisements for publication or broadcast.
0Categories 16774Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Advertising
Advertising > ![](/template/termwiki/images/arrow_01.gif)
διακοπή
Νομική; European law
Μια διακοπή σε ένα δικαστήριο ή σε μία νομοθετική λειτουργία κατά την οποία οι επίσημες διαδικασίες αναστέλλονται για ένα σύντομο χρονικό ...
εκφοβισμού
Υγεία; Women’s health
Να κάνει κάποιος φοβάται για να τους κάνουμε ό, τι άλλο άτομο θέλει να κάνει.
προειδοποίηση
Γλώσσα; Αργκό
(Βρετανός) Προκάλεσε ελαφρώς σεξουαλικά (από ένα αρσενικό). Σχετικές όροι, επίσης σε χρήση από το 2000, συμπεριλαμβάνουν lob-στη και ημι. ' Σημαίνει να είναι λίγο ενεργοποιημένη ...
διατροφή
Νομική; European law
Χρήματα που διατάζει το Δικαστήριο να πληρώσεις για την σύζυγο ή την πρώην σύζυγο. (βλέπε ΓΑΜΉΛΙΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗ). ...