Home > Βιομηχανία/Τομέας > Ψητά
Ψητά
Of or related to food prepared by the use of high heat, especially an oven, to make the food product edible for human consumption. Usually requires yeast as an active ingredient.
0Categories 8328Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Ψητά
Ψητά >
διακοπή
Νομική; European law
Μια διακοπή σε ένα δικαστήριο ή σε μία νομοθετική λειτουργία κατά την οποία οι επίσημες διαδικασίες αναστέλλονται για ένα σύντομο χρονικό ...
εκφοβισμού
Υγεία; Women’s health
Να κάνει κάποιος φοβάται για να τους κάνουμε ό, τι άλλο άτομο θέλει να κάνει.
προειδοποίηση
Γλώσσα; Αργκό
(Βρετανός) Προκάλεσε ελαφρώς σεξουαλικά (από ένα αρσενικό). Σχετικές όροι, επίσης σε χρήση από το 2000, συμπεριλαμβάνουν lob-στη και ημι. ' Σημαίνει να είναι λίγο ενεργοποιημένη ...
διατροφή
Νομική; European law
Χρήματα που διατάζει το Δικαστήριο να πληρώσεις για την σύζυγο ή την πρώην σύζυγο. (βλέπε ΓΑΜΉΛΙΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗ). ...