Home > Βιομηχανία/Τομέας > Μόδα
Μόδα
Anything to do with making, designing or appreciating clothing of the prevailing trends.
0Categories 9193Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Μόδα
Μόδα >
σύνθετο δείγμα
Γεωργικές χημικές ουσίες; Εντομοκτόνα
Μια σειρά από δείγματα ύδατος που λαμβάνονται σε μια δεδομένη περίοδο του χρόνου και σταθμισμένες με ρυθμό ...
compost
Γεωργικές χημικές ουσίες; Εντομοκτόνα
Μια χούρου ή υλικό εδάφους-όπως δημιουργήθηκε από αερόβιες συνθήκες, μικροβιακή αποσύνθεση οργανικών υλικών όπως τροφίμων προσωρινών αντικειμένων, ναυπηγείο είδη ταινιοπλεκτικής ...
Καταναγκαστική πορνεία
Υγεία; Women’s health
Να κάνει κάποιος έχουν σεξουαλικές χρημάτων, τη θέλησή τους.
δεσποτισμός
Νομική; European law
Μια μορφή κυβέρνησης στην οποία ένας κυβερνήτης έχει απόλυτη εξουσία.