Home > Βιομηχανία/Τομέας > Labor
Labor
The body of persons, or the human physical and mental effort, engaged in the production of goods and services.
0Categories 6503Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Labor
Labor >
επαγγελματικών δόσης
Περιβάλλον; Radiation hazards
Η δόση που δέχεται ένα άτομο σε μια περιορισμένη περιοχή ή κατά τη διάρκεια της απασχόλησης στην οποία καθηκόντων που έχουν ανατεθεί του ατόμου συνεπάγονται έκθεση σε ακτινοβολία ...
προσωπικό παρακολούθησης
Περιβάλλον; Radiation hazards
Ο προσδιορισμός του βαθμού ραδιενεργού μόλυνσης στα άτομα που χρησιμοποιούν μετρητές έρευνα, ή τον καθορισμό της δοσολογίας ακτινοβολίας που παραλαμβάνονται μέσω του δοσιμετρία ...
δραστηριότητα
Περιβάλλον; Radiation hazards
Ο ρυθμός της διάλυσης (μετασχηματισμός) ή διάσπαση των ραδιενεργών υλικών. Οι μονάδες της δραστηριότητας είναι Κιουρί (Ci) και το becquerel ...
αντώνυμο bronchoconstriction
Biology; Toxicology
Επέκταση των ορυγμάτων αέρα μέσω του βρόγχοι από τους πνεύμονες.