Home > Βιομηχανία/Τομέας > Optometry
Optometry
Of or pertaining to the health care profession concerned with eyes and related structures, as well as vision, visual systems, and vision information processing in humans.
0Categories 297Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Optometry
Optometry >
πρόωρος εργατικά
Υγεία; Women’s health
Εργασία που παρουσιάζεται πριν 37 ολοκληρωθεί εβδομάδες της εγκυμοσύνης.
φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου ασθένειας
Υγεία; Women’s health
Μακροχρόνια προβλήματα που προκαλούν ερεθισμού και καρδιακά προβλήματα στον γαστρεντερικό σωλήνα. Τις πιο κοινές παθήσεις είναι ελκογόνο colitis και του ...
κράμα
Natural environment; Climate change
Ένα μίγμα δύο ή περισσοτέρων στοιχείων, ένα τουλάχιστον των οποίων είναι ένα μέταλλο.
petrolhead
Natural environment; Climate change
Ένα αυτοκίνητο οπαδών; συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει όσους διστάζουν περισσότερο να περιορίσει τους κατανάλωση από χρήση ή βενζίνη αυτοκινήτων. ...
γραμμή βάσης για τεμάχια
Natural environment; Climate change
Το έτος κατά το οποίο χώρες μέτρο τους στόχο μείωσης των εκπομπών. Το πρωτόκολλο του Κυότο χρησιμοποιεί ένα έτος βάσης του 1990. Ορισμένες χώρες που προτιμάτε να χρησιμοποιήσετε ...
υποχρέωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
Natural environment; Climate change
Μια υποχρέωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι η νομική υποχρέωση για τους παρόχους ενέργειας UK να προμηθεύονται ένα ορισμένο ποσοστό (επί του παρόντος 8%) τους ενέργειας από ...