Home > Βιομηχανία/Τομέας > Organic chemicals
Organic chemicals
Any member of a large class of gaseous, liquid, or solid chemical compounds whose molecules contain carbon.
0Categories 654Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Organic chemicals
Organic chemicals >
σύνθετο δείγμα
Γεωργικές χημικές ουσίες; Εντομοκτόνα
Μια σειρά από δείγματα ύδατος που λαμβάνονται σε μια δεδομένη περίοδο του χρόνου και σταθμισμένες με ρυθμό ...
compost
Γεωργικές χημικές ουσίες; Εντομοκτόνα
Μια χούρου ή υλικό εδάφους-όπως δημιουργήθηκε από αερόβιες συνθήκες, μικροβιακή αποσύνθεση οργανικών υλικών όπως τροφίμων προσωρινών αντικειμένων, ναυπηγείο είδη ταινιοπλεκτικής ...
Καταναγκαστική πορνεία
Υγεία; Women’s health
Να κάνει κάποιος έχουν σεξουαλικές χρημάτων, τη θέλησή τους.
δεσποτισμός
Νομική; European law
Μια μορφή κυβέρνησης στην οποία ένας κυβερνήτης έχει απόλυτη εξουσία.