Home > Βιομηχανία/Τομέας > Organic chemicals
Organic chemicals
Any member of a large class of gaseous, liquid, or solid chemical compounds whose molecules contain carbon.
0Categories 654Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Organic chemicals
Organic chemicals >
κατανάλωσης καυσίμου
Natural environment; Climate change
Καύσιμο δασμός είναι ο φόρος που η κυβέρνηση εισφορές επί των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά, που επιβάλλονται στο σημείο της ...
γεωλογική δέσμευση
Natural environment; Climate change
Η εισφορά του διοξειδίου του άνθρακα σε γεωλογικούς σχηματισμούς οι υπόγειες. Όταν CO2 εγχύεται μειώνεται κοιτασμάτων πετρελαίου που μπορεί να βοηθήσει να ανακτήσει περισσότερες ...
βιοψία
Υγεία; Women’s health
Απομάκρυνση του ένα μικρό κομμάτι των ιστών για δοκιμές ή για εξέταση κάτω από το μικροσκόπιο.
ακρωτηριασμό
Υγεία; Women’s health
Αφαίρεση των μέρος ή το σύνολο ενός τμήματος οργανισμός, εξαιρουμένων των οργάνων του Σώματος. Συνήθως λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της χειρουργικής σε νοσοκομείο λειτουργικό ...
εμμηνόπαυσης ορμόνες θεραπείας (MHT)
Υγεία; Women’s health
Αντικαθιστά τις ορμόνες ότι μιας γυναίκας ωοθήκες πάψει να προβαίνουν κατά τη στιγμή της εμμηνόπαυσης, χαλάρωση συμπτώματα όπως ζεστού εναλλαγές και κολπική μέχρι ξηρού. Που ...
αγχώδη διαταραχή
Υγεία; Women’s health
Σοβαρή ιατρική ασθένεια που συμπληρώνει τις ζωές των ανθρώπων με ανησυχία και φόβο. Κάποια ανησυχία διαταραχές περιλαμβάνουν πανικό διαταραχή, obsessive-compulsive διαταραχή, ...