Home > Βιομηχανία/Τομέας > Performing arts
Performing arts
Referring to those forms of art which make use of the artist's own body, face, and presence as a medium.
0Categories 2207Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Performing arts
Performing arts > 
διακοπή
Νομική; European law
Μια διακοπή σε ένα δικαστήριο ή σε μία νομοθετική λειτουργία κατά την οποία οι επίσημες διαδικασίες αναστέλλονται για ένα σύντομο χρονικό ...
εκφοβισμού
Υγεία; Women’s health
Να κάνει κάποιος φοβάται για να τους κάνουμε ό, τι άλλο άτομο θέλει να κάνει.
προειδοποίηση
Γλώσσα; Αργκό
(Βρετανός) Προκάλεσε ελαφρώς σεξουαλικά (από ένα αρσενικό). Σχετικές όροι, επίσης σε χρήση από το 2000, συμπεριλαμβάνουν lob-στη και ημι. ' Σημαίνει να είναι λίγο ενεργοποιημένη ...
διατροφή
Νομική; European law
Χρήματα που διατάζει το Δικαστήριο να πληρώσεις για την σύζυγο ή την πρώην σύζυγο. (βλέπε ΓΑΜΉΛΙΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗ). ...