Home > Βιομηχανία/Τομέας > Σπορ

Σπορ

Of or pertaining to any organized, competitive, entertaining, and skillful activity or game requiring commitment, strategy, and fair play, in which a winner can be defined by objective means within a specified set of rules.

0Categories 218770Όροι

Προσθέστε έναν νέο όρο

Contributors in Σπορ

Σπορ >

ακτινοβολία υποβάθρου

Περιβάλλον; Radiation hazards

Ακτινοβολία από κοσμική πηγές· που απαντάται ραδιενεργών υλικών, συμπεριλαμβανομένων των ραδόνιο και νέφος από δοκιμές πυρηνικών ...

βήτα σωματιδίων

Περιβάλλον; Radiation hazards

Υψηλή ταχύτητα ηλεκτρονίων, που εκπέμπονται από πυρήνες των ραδιενεργών ατόμων κατά τη διάρκεια ραδιενεργό διάσπαση, ως αποτέλεσμα της η μετατροπή της ένα νετρόνιο σε ένα ...

becquerel

Περιβάλλον; Radiation hazards

Μια μονάδα, στο το διεθνές σύστημα των μονάδων (SI), μέτρησης της δραστηριότητας που είναι ίση με μία των δοντιών ανά δευτερόλεπτο. ...

βιολογικής δοκιμασίας

Περιβάλλον; Radiation hazards

Ο προσδιορισμός του είδους, ποσότητες ή συγκεντρώσεις, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι θέσεις των ραδιενεργών υλικών στο ανθρώπινο σώμα, αν από την απευθείας μέτρηση (in vivo) ή ...

αθροιστικό ποσοστό

Biology; Toxicology

Ποσοστό την αθροιστική επίπτωση για το σύνολο του πληθυσμού.

alkylating agent

Biology; Toxicology

Ουσία η οποία εισάγει ένα substituent Αλκυλο σε μια Ένωση.

βιο-αδρανοποίηση

Biology; Toxicology

Μεταβολική μετατροπή ενός xenobiotic να είναι λιγότερο τοξικά παράγωγα.

Sub-categories