Home > Βιομηχανία/Τομέας > Σπορ > Basketball
Basketball
Terms of or pertaining to the game of basketball which involves two teams of five players trying to work together to accumulate points by shooting or dunking a ball through a basket. The team with the most points by the end of the game wins.
Industry: Σπορ
Προσθήκη νέου όρουContributors in Basketball
Basketball
και 1
Σπορ; Basketball
Μια ευρέως σαφή προφορική όρος που χρησιμοποιείται στο μπάσκετ όταν μια επιθετική παίκτης κάνει ένα καλάθι στη διαδικασία να fouled. Ο όρος αναφέρεται η μία ελεύθερη throw του επιθετικού παίκτη ...
dribble δισταγμό
Σπορ; Basketball
Ένας ελιγμός στο μπάσκετ όπου το προσβλητικό player αλλάζει ανεπαίσθητα την ταχύτητα του dribble προς τα εμπρός (ενώ διαπερνούν το καλάθι) προσπαθούν να κερδίσουν ένα πλεονέκτημα στις του ...
τούβλο
Σπορ; Basketball
Μια αργκό όρος που χρησιμοποιείται στο μπάσκετ για να αναφερθείτε σε μια κακή χαμένη βολή.
Alley-oop
Σπορ; Basketball
A παίζουν στο Μπάσκετ, στην περίπτωση ενός επιθετικού παίκτη ζαριές (περάσματα) τη μπάλα σε ένα φίλο σας που βρίσκεται σε διαδικασία μεταπήδηση κατά το χείλος για να λάβετε τη μπάλα είτε να το σε ή ...
Παραλείψτε pass
Σπορ; Basketball
Ένα πέρασμα μπάσκετ στο οποίο ο παίκτης προσβλητικό περνάει το μπάσκετ πάνω από τα κεφάλια του την άμυνα, συνήθως από τη μία πλευρά του τόξου προσβλητικό προς την αντίθετη πλευρά. Όταν γίνει ...
Διαιτησία άρθρο
Σπορ; Basketball
Ένας κανόνας στο NBA όπου από τη στιγμή που ένας παίκτης συσσωρεύεται 16 τεχνικά fouls σε μια σεζόν θα ανασταλεί ένα παιχνίδι και επεβλήθησαν. Διαιτησία Γουάλας, σε όλη την καριέρα του εδώ και καιρό ...
CrossOver
Σπορ; Basketball
Μια dribbling maneuver στο Μπάσκετ, όπου ο παίκτης dribbling το μπάσκετ με το ένα χέρι γρήγορα αλλάζει την κατεύθυνση του μπάσκετ σε του ετέρου από dribbling τη μπάλα με το άλλο χέρι, ολοκλήρωση μιας ...