![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Parenting > Birth control
Birth control
The practice of using artificial means to prevent or terminate a pregnancy.
Industry: Parenting
Προσθήκη νέου όρουContributors in Birth control
Birth control
κάλιο
Parenting; Birth control
Η σημαντική θετική ιόν (κατιόντων) βρίσκεται στο εσωτερικό του κύτταρα. Η χημική ουσία σημειογραφία για κάλιο είναι K ...
άμβλωση
Parenting; Birth control
Έκτρωση που επέρχεται εκ προθέσεως. Ονομάζεται επίσης μια τεχνητή ή θεραπευτική άμβλωση. Σε αντίθεση με μια αυτόματη αποβολή (μια ...
λοίμωξη
Parenting; Birth control
Η ανάπτυξη ενός παρασιτική οργανισμού μέσα στο σώμα. (Μια παρασιτική οργανισμός είναι αυτό που ζει σε ή σε άλλο οργανισμό, και εφιστά την τροφή από αυτά.) Ένα άτομο με μια μόλυνση έχει άλλο οργανισμό ...
στόματος αντισυλληπτικά
Parenting; Birth control
Μια γυναικεία μορφή ελέγχου των γεννήσεων λαμβάνονται από το στόμα. Στόματος αντισυλληπτικά είναι γενικά αναφέρεται ως αντισυλληπτικά χάπια ή απλά ως «το χάπι». Τα περισσότερα αντισυλληπτικά χάπια ...
εξωτερικά ιατρεία
Parenting; Birth control
Ένας ασθενής που δεν είναι μια ενδονοσοκομειακή (όχι στο νοσοκομείο) αλλά αντί να είναι φροντισμένος για αλλού--όπως και το γραφείο του γιατρού, κλινική, ή ημέρα χειρουργική επέμβαση κέντρο. Ιατρείο ...
αποβολή
Parenting; Birth control
Μια αποτυχημένη εγκυμοσύνη όπου το έμβρυο αποβάλλεται πριν να είναι σε θέση να συντηρήσει τον έξω από τη μήτρα ή τη ...
στόμα
Parenting; Birth control
1. Στην επάνω οπή του πεπτικού συστήματος, αρχίζοντας με τα χείλη και που περιέχουν τα δόντια, ούλα, και της γλώσσας. Τροφίμων αναλύονται μηχανικά στο στόμα με το μάσημα και σάλιο προστίθεται ως ...