Home > Βιομηχανία/Τομέας > Electrical equipment > Circuit breakers
Circuit breakers
Industry: Electrical equipment
Προσθήκη νέου όρουContributors in Circuit breakers
Circuit breakers
Παλιός και στιγμιαία (LI)
Electrical equipment; Circuit breakers
Ένας συνδυασμός ρυθμιζόμενο ταξίδι λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένων των επί μακρόν αμπέρ βαθμολογία, παλιός καθυστέρηση και στιγμιαία ...
Ας-μέσω του ρεύματος
Electrical equipment; Circuit breakers
Αιχμή ρεύματος (μετράται σε amperes) που διέρχεται από ένα προστατευτικό από υπερεντάσεις κατά τη διάρκεια μιας ...
ο διακόπτης ελέγχου κλείθρου
Electrical equipment; Circuit breakers
Ένα διακόπτη μηχανικά που ανιχνεύει αν επανέρχεται το κλείθρο ταξίδι.
διακοπή βαθμολογία
Electrical equipment; Circuit breakers
Η υψηλότερη ρεύματος σε ονομαστική τάση που είναι διαθέσιμες στους ακροδέκτες Εισερχόμενα του διακόπτη κυκλώματος. Όταν ο διακόπτης κυκλώματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες από μία τάση, η ...
μονάδα εναλλάξιμα ταξίδι
Electrical equipment; Circuit breakers
Μια μονάδα ταξίδι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλάξ από ένα χρήστη μεταξύ των πλαισίων του διακόπτη κυκλώματος της το ίδιο ...
αναπόσπαστο εδάφους-σφάλμα προστασίας για εξοπλισμό
Electrical equipment; Circuit breakers
Εξοπλισμός εδάφους-σφάλμα προστασίας σε παροπλισμένα ουδέτερη συστήματα που παρέχονται από στοιχεία που είναι εσωτερικές για το διακόπτη κυκλώματος. ...
αντίστροφη φορά
Electrical equipment; Circuit breakers
Μια ειδική ένδειξη υπάρχει σκόπιμα εισήγαγε μια καθυστέρηση στην tripping δράση του διακόπτη κυκλώματος, η καθυστέρηση που μειώνεται καθώς το μέγεθος των αυξήσεων της τρέχουσας. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί