Home > Βιομηχανία/Τομέας > Μηχανική > Civil engineering
Civil engineering
The branch of engineering concerned with the design, construction, and maintenance of such public works roads, bridges, canals, dams, and buildings.
Industry: Μηχανική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Civil engineering
Civil engineering
κοινό υλικό
Μηχανική; Civil engineering
Όλα Oρυκτών πρώτων υλών που δεν υπάγονται στον ορισμό του ροκ.
ρεύμα (ι)
Μηχανική; Civil engineering
Η κίνηση των ηλεκτρονίων, μέσω ενός αγωγού, μετρούμενο σε amperes.
πεδίο παράθεση
Μηχανική; Civil engineering
Σύντομο μήκη των σωλήνων από άργιλο που εγκαθίστανται ως υπόγειας αποχετεύσεις.
προτίμησης
Μηχανική; Civil engineering
Πρόσβαση κατά προτεραιότητα σε ομοσπονδιακής εξουσίας από τους δημόσιους οργανισμούς και τους συνεταιρισμούς. ...
anisotropy
Μηχανική; Civil engineering
Συνθήκες ροής ποικίλλουν ανάλογα με την κατεύθυνση. Οι περισσότεροι υπόγειων υδροφορέων είναι Ανισοτροπικό. ...
μονάδα ξηρού βάρους
Μηχανική; Civil engineering
Το βάρος των στερεών σωματιδίων ανά μονάδα όγκου. Βλέπε μονάδα βάρους.
διαβρώσει
Μηχανική; Civil engineering
Να φορούν μακριά ή να καταργήσετε την επιφάνεια της γης, άνεμος, νερό ή άλλους παράγοντες.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Silentchapel
0
Όροι
95
Γλωσσάρια
10
Οπαδοί