Home > Βιομηχανία/Τομέας > Natural environment > Climate change

Climate change

The phenomenon of climate's temperature and rainfall slowly changing year by year.

Contributors in Climate change

Climate change

petrolhead

Natural environment; Climate change

Ένα αυτοκίνητο οπαδών; συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει όσους διστάζουν περισσότερο να περιορίσει τους κατανάλωση από χρήση ή βενζίνη αυτοκινήτων. ...

γραμμή βάσης για τεμάχια

Natural environment; Climate change

Το έτος κατά το οποίο χώρες μέτρο τους στόχο μείωσης των εκπομπών. Το πρωτόκολλο του Κυότο χρησιμοποιεί ένα έτος βάσης του 1990. Ορισμένες χώρες που προτιμάτε να χρησιμοποιήσετε αργότερα τις γραμμές ...

υποχρέωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

Natural environment; Climate change

Μια υποχρέωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι η νομική υποχρέωση για τους παρόχους ενέργειας UK να προμηθεύονται ένα ορισμένο ποσοστό (επί του παρόντος 8%) τους ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ...

παγκόσμια θάμπωμα

Natural environment; Climate change

Μια παρατηρηθείσα ευρεία μείωση στο ηλιακό φως στην επιφάνεια της γης, που διαφέρει σημαντικά μεταξύ των περιφερειών. Η πιο πιθανή αιτία της παγκόσμιας θάμπωμα είναι μια αλληλεπίδραση μεταξύ ηλιακό ...

τροφίμων μίλια

Natural environment; Climate change

Του προϊόντος «τροφίμων μίλια» δείχνουν πόσο διανύσει να αποκτήσετε από όπου αυτό (ή των συστατικών του) έχουν τρυγηθεί να όπου μπορείτε να φάτε τους. Μεταφορές τροφίμων, ιδίως από αεροπορικές και ...

κατανάλωσης καυσίμου

Natural environment; Climate change

Καύσιμο δασμός είναι ο φόρος που η κυβέρνηση εισφορές επί των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά, που επιβάλλονται στο σημείο της ...

γεωλογική δέσμευση

Natural environment; Climate change

Η εισφορά του διοξειδίου του άνθρακα σε γεωλογικούς σχηματισμούς οι υπόγειες. Όταν CO2 εγχύεται μειώνεται κοιτασμάτων πετρελαίου που μπορεί να βοηθήσει να ανακτήσει περισσότερες από το πετρέλαιο. ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Divergent

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Forex

Κατηγορία: Business   1 18 Όροι