Home > Βιομηχανία/Τομέας > Σπορ > Climbing

Climbing

A sport to climb up mountains (usually with steep cliffs) or walls with one's hands and feet.

Contributors in Climbing

Climbing

το πρόβλημα

Σπορ; Climbing

Χρησιμοποιούνται στην bouldering, η διαδρομή που διαρκεί ένα αναρριχητή προκειμένου να ολοκληρωθεί το ανέβασμα. Ίδια ως διαδρομή στην roped αναρρίχηση. ...

gorp

Σπορ; Climbing

Ίχνη μίγμα για περιοδικές nibbling να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο ενέργειας μεταξύ γευμάτων σε μεγάλη όταν υπάρχουν ή αυξήσεις. Αρκτικόλεξο για τις «Καλές καλές λη μόδας σταφίδες & ...

Πανεπιστημιούπολη Διοικητικού Συμβουλίου

Σπορ; Climbing

Εκπαίδευση εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για την δόμηση δάχτυλό δοσολογία και ισχυρό βραχίονα, διορθώ-κλείδωμα. ...

traverse χέρι

Σπορ; Climbing

Εφοδιασθούν χωρίς οποιαδήποτε οριστική στηρίγματα, δηλαδή μουντζούρες ή heelhooking.

QuickDraw

Σπορ; Climbing

Χρησιμοποιηθεί για την προσάρτηση ελεύθερα εκτελούνται σχοινί σε σημεία αγκύρωσης ή Υποστάτες. Μερικές φορές ονομάζεται «quickies» ή απλώς «τραβάει. ...

cramponing

Σπορ; Climbing

Χρήση καρφιά πάγου για ascend ή να κατεβεί στον πάγο, κατά προτίμηση με μέγιστο αριθμό σημείων του τα crampon σε τον πάγο για την κατανομή του βάρους. Τυχαία piercing κάτι με ένα συλλέκτη ...

κλείδωμα-off

Σπορ; Climbing

Χρησιμοποιώντας τενόντων δύναμη να στηρίξει το βάρος μια παγωμένη χέρι χωρίς να κουράζουν muscles πάρα πολύ.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Weather

Κατηγορία: Arts   1 33 Όροι

Sleep disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι