Home > Βιομηχανία/Τομέας > Σπορ > Climbing

Climbing

A sport to climb up mountains (usually with steep cliffs) or walls with one's hands and feet.

Contributors in Climbing

Climbing

Ένταση

Σπορ; Climbing

Μια τεχνική για τη διατήρηση της ισορροπίας χρησιμοποιώντας τεντωμένη σχοινί μέσα από ένα σημείο της προστασίας. ...

ορεινές tramming

Σπορ; Climbing

Μια τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως κατά τη μείωση και τον καθαρισμό των εργαλείων από ένα overhanging ή/και αλλαγή δρομολογίου. Μια quickdraw ψαλιδίζεται μεταξύ της αναρριχητή της δέσμης ...

Col

Σπορ; Climbing

Μια μικρή πέρασμα ή «συρραφή"μεταξύ δύο κορυφών. Εξαιρετική πλοήγησης ως όταν μόνιμη σε μία αυτό είναι πάντα προς τα κάτω στα δύο, αντίθετα, τις κατευθύνσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις μεταξύ ...

αιφνίδια διακοπή λειτουργίας pad

Σπορ; Climbing

Ένα παχύ mat που χρησιμοποιείται για τη διευθέτηση των εκφορτώσεων ή για την κάλυψη των επικίνδυνων αντικειμένων σε περίπτωση από μια πτώση. Δείτε: ματ ...

adze

Σπορ; Climbing

Ένα λεπτό blade τοποθετείται καθέτως προς το δείκτη χειρισμού σε ένα τσεκούρι πάγου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την άλεση στηρίγματα. ...

verglas

Σπορ; Climbing

Μια λεπτή επικάλυψη πάγου που αποτελεί πάνω από στους βράχους, όταν βροχής ή τήξεως χιόνι παγώνει σε βράχο. Σκληρά για να ανεβαίνουν σε όπως — Καρφιά πάγου — έχουν ανεπαρκή βάθους για αξιόπιστη ...

άκρη

Σπορ; Climbing

Ένα λεπτό ξέρες στο βράχο.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top University in Indonesia

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι

My Favourite Historic Places In Beijing

Κατηγορία: Travel   1 8 Όροι