
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Legal services > Commerical law
Commerical law
Industry: Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Commerical law
Commerical law
συμφωνία earnout
Legal services; Commerical law
Συμφωνία για την πώληση μιας επιχείρησης με το οποίο ο αγοραστής καταβάλλει πρώτη ευθέα καταβαλουν χρηματικη. ...
εκκρεμοδικία
Legal services; Commerical law
Μια ανακοίνωση που συνδέονται με τον τίτλο του ένα κομμάτι μιας ιδιοκτησίας, προειδοποίηση ότι υπάρχει εκκρεμοδικία που μπορεί να επηρεάσουν τον τίτλο αυτής της ιδιότητας. ...
προσωπική ευθύνη
Legal services; Commerical law
Ευθύνη του ατόμου να πληρώσει τα χρέη και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης από τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία ονομάζεται προσωπική ...
ατομικής επιχείρησης
Legal services; Commerical law
Δραστηριότητα που ασκεί μόνο ένα άτομο έχει ονομαστεί ως ατομική εμπορική νομικό πεδίο.
συμφωνία
Legal services; Commerical law
Μια πλήρης κατανόηση μεταξύ των δύο πλευρών. Σε συμφωνία, μπορείτε να συμφωνήσετε ένα θέμα ή περισσότερο.
στα άκρα
Legal services; Commerical law
τέτοιο περιορισμό ή εξαναγκασμός όπως θα εξουδετέρωνε σύμβαση ή άλλη δικαιοπραξία εγγράφονται ή εκτελούνται υπό την ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
farooq92
0
Όροι
47
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
Most Googled People In The World

