Contributors in Commerical law

Commerical law

συμφωνία earnout

Legal services; Commerical law

Συμφωνία για την πώληση μιας επιχείρησης με το οποίο ο αγοραστής καταβάλλει πρώτη ευθέα καταβαλουν χρηματικη. ...

εκκρεμοδικία

Legal services; Commerical law

Μια ανακοίνωση που συνδέονται με τον τίτλο του ένα κομμάτι μιας ιδιοκτησίας, προειδοποίηση ότι υπάρχει εκκρεμοδικία που μπορεί να επηρεάσουν τον τίτλο αυτής της ιδιότητας. ...

προσωπική ευθύνη

Legal services; Commerical law

Ευθύνη του ατόμου να πληρώσει τα χρέη και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης από τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία ονομάζεται προσωπική ...

ατομικής επιχείρησης

Legal services; Commerical law

Δραστηριότητα που ασκεί μόνο ένα άτομο έχει ονομαστεί ως ατομική εμπορική νομικό πεδίο.

συμφωνία

Legal services; Commerical law

Μια πλήρης κατανόηση μεταξύ των δύο πλευρών. Σε συμφωνία, μπορείτε να συμφωνήσετε ένα θέμα ή περισσότερο.

στα άκρα

Legal services; Commerical law

τέτοιο περιορισμό ή εξαναγκασμός όπως θα εξουδετέρωνε σύμβαση ή άλλη δικαιοπραξία εγγράφονται ή εκτελούνται υπό την ...

συμφωνητικό

Legal services; Commerical law

Η υποχρέωση προς πράξη, βάσει γραπτής συμφωνίας.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Male Fashion

Κατηγορία: Μόδα   1 8 Όροι

Badel 1862

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι