Home > Βιομηχανία/Τομέας > Eyewear > Contact lenses
Contact lenses
Industry: Eyewear
Προσθήκη νέου όρουContributors in Contact lenses
Contact lenses
αντιανακλαστική επίστρωση
Eyewear; Contact lenses
Μια κοινή φακός επίστρωση που επιτρέπει περισσότερο φως να περάσει μέσα από το φακό, μειώνοντας λάµψεις και οι αντανακλάσεις αποσπούν την προσοχή. Αυτή η επίστρωση είναι καλό, για νυχτερινή οδήγηση, ...
συμβατικοί φακοί επαφής
Eyewear; Contact lenses
Φακοί επαφής έχουν σχεδιαστεί για μακροχρόνια χρήση (έως ένα έτος)? μπορεί να είναι είτε καθημερινά ή εκτεταμένη ...
φακοί επαφής μιας χρήσης
Eyewear; Contact lenses
Φακοί επαφής έχουν σχεδιαστεί για να ριχτούν μακριά καθημερινά, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη, μηνιαία ή τριμηνιαία. ...
φακοειδής φακός
Eyewear; Contact lenses
An antiquated technology used in situations requiring such high plus power that a full field meniscus lens would be impractical (because of thickness, weight and fit). This area of power is usually ...
φωτοχρωμικοί φακοί
Eyewear; Contact lenses
Οι φακοί που θα αλλάξει το χρώμα βασισμένο σε διαφορετικά επίπεδα του φωτός. Όταν εκτίθεται στο φως του ήλιου τους φακούς ότι σκουραίνει? όταν εκτίθεται στο φως κάτω (στο εσωτερικό), τους ...
πλαστικό (βασικό υλικό του φακού)
Eyewear; Contact lenses
Το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο υλικό φακών, επειδή είναι ελαφρύτερο σε βάρος από το γυαλί.
πολωμένοι φακούς
Eyewear; Contact lenses
Μια κοινή πρόσθετο φακό που μειώνει το έντονο φως από τον ήλιο. Ιδανικό για οδήγηση ή υπαίθριες δραστηριότητες, ειδικά θαλάσσια και χειμερινά ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί