Home > Βιομηχανία/Τομέας > Legal services > Courts
Courts
Industry: Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Courts
Courts
θεματοφύλακας
Legal services; Courts
Ένα πρόσωπο που διορίζεται από θα ή από δίκαιο να αναλαμβάνει την ευθύνη για ανίκανων ενηλίκων ή των ανήλικων τέκνων. , Εάν μια μητρική μήτρες, αυτό θα συνήθως να τον άλλο γονέα. Αν δύο πεθαίνουν, ...
fiduciary
Legal services; Courts
Ένα πρόσωπο ή το θεσμικό όργανο που διαχειρίζεται χρήματα ή ιδιότητα για την άλλο και που πρέπει να ασκεί ένα πρότυπο περίθαλψης που επιβάλλονται από το νόμο, δηλαδή, την προσωπικός εκπρόσωπος ή την ...
προσφυγή
Legal services; Courts
Αίτησης που υποβάλλεται από ένα από τα μέρη σε ανώτερο Δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφαση που λαμβάνεται από το κατώτερο δικαστήριο. ...
κατηγορητήριο
Legal services; Courts
Την τυπική χρέωση που εκδίδεται από μια κριτική Επιτροπή αναφέροντας ότι υπάρχει αρκετή αποδεικτικά στοιχεία ότι η καθής διέπραξε το έγκλημα να δικαιολογήσει έχοντας ένα δίκη· χρησιμοποιείται κυρίως ...
δοκιμαστική έκδοση
Legal services; Courts
Ακρόαση που λαμβάνει χώρα όταν ο εναγόμενος Αμπάς "όχι" και μάρτυρες υποχρεούνται να έρθει στο Δικαστήριο να δώσει αποδεικτικά ...
δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου
Legal services; Courts
Σχετικά με τις αιτήσεις αναιρέσεως. ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την εξουσία να επανεξετάσει την κρίση του άλλο κατώτερο δικαστήριο. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
karel24
0
Όροι
23
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί