Home > Βιομηχανία/Τομέας > Love > Dating

Dating

A form of romantic courtship between two persons that consists of social activities such as going to the movies or dinning out regularly to establish a more intimate and permanent relationship.

Contributors in Dating

Dating

πιθανότητα της αγάπης

Love; Dating

Ένας όρος διαδόθηκε από Peter Backus σε ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ του χαρτιού "Γιατί δεν έχω μια φίλη." Πιθανότητα της αγάπης είναι έναν στατιστικό υπολογισμό σχετικά με τη δυνατότητα ενός προσώπου ...

alphamegamia

Love; Dating

Σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων με μια σημαντική διαφορά στην ηλικία.

θα σταθερή

Love; Dating

Κυριολεκτικά, σημαίνει θα πάμε μαζί σταθερά σε μια σχέση και βλεπόμαστε τακτικά, αλλά όχι σε ένα επίπεδο του παθιασμένου έρωτα. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει χρονολόγηση κάποιος ...

οπτική επαφή

Love; Dating

Μια μέθοδος που χρησιμοποιείται συχνά από μια γυναίκα να δώσει σ'έναν άντρα να καταλάβει ότι ενδιαφέρεται γι'αυτόν. Πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να κοιτάξουν έναν άντρα απευθείας στα μάτια λόγω ...

ψυχρή

Love; Dating

Αντρικός όρος για να περιγράψει μια γυναίκα που δε θέλει να κάνει σεξ όσο συχνά θέλει ο άντρας. Μια γυναίκα που χρειάζεται πολλά προκαταρκτικά για να θελήσει ...

έχουν απομείνει γυναίκες

Love; Dating

Ένας όρος που αναφέρεται σε γυναίκες επαγγελματίες στην Κίνα που δεν έχουν βρει τον κ. δικαίωμα ή δεν έχουν παντρευτεί από την ηλικία των 20. Μια μεγάλη πρόκληση για τις αστικές γυναίκες, μορφωμένες ...

παλιά φλόγα

Love; Dating

Ένα πρώην αγαπημένων ή εραστής. Ένα άτομο με το οποίο ένας είχε μια πρώην ρομαντική σχέση ή συνεργασία.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

HR

Κατηγορία: Business   2 9 Όροι

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   1 10 Όροι