Contributors in Dictionaries
Dictionaries
τετ α τετ
Γλώσσα; Dictionaries
Δύο πρόσωπα που κάθονται ή στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο και συζητούν, συνήθως αποτραβηγμένοι από τους ...
οδοντογλυφίδα
Γλώσσα; Dictionaries
Ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθως από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα ...
εργάτης
Γλώσσα; Dictionaries
Κάποιος ο οποίος εργάζεται, ένας υπάλληλος που προσφέρει μισθωτή εργασία.
σκέψη
Γλώσσα; Dictionaries
Η βασική νοητική δραστηριότητα που συμπεριλαμβάνει όλα τα φαινόμενα του πνεύματος· η ικανότητα συνδυασμού των ...
τρίτος
Γλώσσα; Dictionaries
Αυτός που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τρία.
μαιευτική
Γλώσσα; Dictionaries
Κλάδος της ιατρικής και ειδικά της γυναικολογίας που ασχολείται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τη λοχεία των ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
anton.chausovskyy
0
Όροι
25
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί