Home > Βιομηχανία/Τομέας > Utilities > Electricity
Electricity
A database referring to the existence of a flow of electric charge.
Industry: Utilities
Προσθήκη νέου όρουContributors in Electricity
Electricity
φωτοβολταϊκή αποδοτικότητα
Electrical equipment; Electricity
Ο λόγος ηλεκτρικής ισχύος που παράγεται από ένα κύτταρο σε οποιαδήποτε στιγμή, προς την ισχύ του ηλιακού φωτός που πέφτει πάνω στο φωτοβολταϊκό κύτταρο. Αυτό είναι συνήθως ...
φωτοβολταϊκή μονάδα
Electrical equipment; Electricity
Το μικρότερο, προστατευόμενο από το περιβάλλον, κατά κύριο λόγο επίπεδο, συγκρότημα ηλιακών στοιχείων και βοηθητικών τμημάτων, όπως διασυνδέσεων, ακροδεκτών και προστατευτικών συσκευών, όπως διόδων, ...
πολικότητα
Electrical equipment; Electricity
1) Ο ηλεκτρικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί η σχέση της τάσης με ένα δυναμικό αναφοράς (+). 2) Αναφορικά με τους μετασχηματιστές, η πολικότητα είναι η ένδειξη της κατεύθυνσης της ροής ...
θύρα
Electrical equipment; Electricity
Στα δίκτυα, οι διάφορες λειτουργίες ενός διακομιστή, όπως η διαχείριση κυκλοφορίας FTP ή συντήρηση της λίστας DNS, εκχωρούνται σε μία εικονική διεύθυνση που ονομάζεται θύρα. Οποιαδήποτε αιτήματα για ...
δυναμικό
Electrical equipment; Electricity
Η τάση σε ένα κύκλωμα. Η αναφορά είναι συνήθως προς την Τάση AC.
ισχύς
Electrical equipment; Electricity
Ρυθμός στον οποίο ενέργεια εκλύεται ή καταναλώνεται, εκφρασμένος σε watt.
συντελεστής ισχύος
Electrical equipment; Electricity
Ο λόγος ενέργειας που καταναλώνεται (watt) έναντι του προϊόντος της τάσης εισόδου (volt), επί του ρεύματος εισόδου (amp). Με άλλα λόγια, ο συντελεστής ισχύος είναι το ποσοστό ενέργειας που χρησιμοποιε ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
afw823
0
Όροι
10
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί