Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > Evolution
Evolution
Of or pertaining to the change in the genetic composition of a population during successive generations, as a result of natural selection acting on the genetic variation among individuals, and resulting in the development of new species.
Industry: Αρχαιολογία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Evolution
Evolution
φύτρο plasm
Αρχαιολογία; Evolution
Τα αναπαραγωγικά κύτταρα σε έναν οργανισμό, ή τα κελιά που παράγουν οι γαμέτες. Όλα τα κελιά ενός οργανισμού μπορεί να διαιρεθεί σε το soma (τα κελιά που τελικά πεθαίνουν) και το γεννητικών κυττάρων ...
Δημιουργισμός
Αρχαιολογία; Evolution
Το θρησκευτικό δόγμα ότι όλα τα έμβια όντα στη γη δημιουργήθηκαν χωριστά, σε λιγότερο ή περισσότερο παρούσα μορφή τους, από μια μεταφυσική δημιουργός, όπως αναφέρεται στη Βίβλο; η ακριβής πεποιθήσεις ...
allometry
Αρχαιολογία; Evolution
Η σχέση μεταξύ του μεγέθους ενός οργανισμού και το μέγεθος οποιουδήποτε από τα μέρη. Για παράδειγμα, μια αλλομετρικές σχέση υπάρχει μεταξύ του εγκεφάλου και το μέγεθος του οργανισμό, τέτοια ώστε (σε ...
στιβάδα του όζοντος
Αρχαιολογία; Evolution
Η περιοχή ατμόσφαιρας, γενικά 11-26 km (7-16 μίλια) πάνω από τη γη, όπου του όζοντος αποτελεί σε υψηλές συγκεντρώσεις. Το όζον επιπέδου απορροφά υπεριώδη ακτινοβολία, θωράκιση της γης από τις ...
ευγονικής
Αρχαιολογία; Evolution
Η επιστήμη ή την πρακτική του τροποποίηση ενός πληθυσμού, ιδιαίτερα των ανθρώπων, με ελεγχόμενη αναπαραγωγής για επιθυμητά χαρακτηριστικά έχουν μεταβιβαστεί. Ο όρος αποτελεί νεολογισμό το 1883 του ...
σύνταξη
Αρχαιολογία; Evolution
Οι κανόνες που συνδυάζονται λέξεις για να σχηματίζουν γραμματικές προτάσεις.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
farooq92
0
Όροι
47
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί