Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > Evolution
Evolution
Of or pertaining to the change in the genetic composition of a population during successive generations, as a result of natural selection acting on the genetic variation among individuals, and resulting in the development of new species.
Industry: Αρχαιολογία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Evolution
Evolution
haploid
Αρχαιολογία; Evolution
Η Συνθήκη του έχοντας μόνο ένα σύνολο των γονιδίων ή χρωμοσωμάτων. Κανονικά διπλοειδή οργανισμών όπως τον άνθρωπο, μόνον οι γαμέτες είναι βάση ...
έννοια του βιολογικού είδους
Αρχαιολογία; Evolution
Η έννοια των ειδών, σύμφωνα με την οποία ένα είδος είναι ένα σύνολο των οργανισμών που να interbreed μεταξύ τους. Σύγκριση με κλαδιστική ειδών έννοια, έννοια οικολογική ειδών, ειδών phenetic έννοια ...
ραδιενέργεια
Αρχαιολογία; Evolution
Εκπομπή της ενέργειας που οφείλονται σε μεταβολές του πυρήνα ενός ατόμου. Εν λόγω αυθόρμητα κυκλοφόρησε ακτινοβολίας είναι ένα χαρακτηριστικό ορισμένων στοιχείων, καθώς και σε ορισμένα επίπεδα μπορεί ...
εμβρύου
Αρχαιολογία; Evolution
Το έμβρυο θηλαστικό που έχει φθάσει σε στάδιο ανάπτυξης στην μήτρα στο οποίο οι περισσότερες από τις δυνατότητες του ενήλικου είναι αναγνωρίσιμα. Ειδικά σε ανθρώπους που αναφέρεται στο στάδιο της ...
εξειδικευμένες
Αρχαιολογία; Evolution
Το οικολογικό ρόλο του είδους· το σύνολο των πόρων καταναλώνει και τους οικοτόπους που καταλαμβάνει.
βάσης
Αρχαιολογία; Evolution
Το μόριο DNA είναι μια αλυσίδα των μονάδων νουκλεοτιδικές; κάθε μονάδα αποτελείται η ραχοκοκαλιά σε σάκχαρα και μια ομάδα φωσφορικό ασβέστιο, έγιναν με αζωτούχες βάση επισυνάπτεται. Η βάση σε μια ...