Home > Βιομηχανία/Τομέας > Αρχαιολογία > Evolution

Evolution

Of or pertaining to the change in the genetic composition of a population during successive generations, as a result of natural selection acting on the genetic variation among individuals, and resulting in the development of new species.

Contributors in Evolution

Evolution

φερομόνη

Αρχαιολογία; Evolution

Μια χημική ουσία που παράγεται από μερικούς οργανισμούς και εκπέμπεται στο περιβάλλον για να επικοινωνήσιε μέ άλλες του ίδιου είδους. Οι φερόμόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική συμπεριφορά ...

πλασμίδιο

Αρχαιολογία; Evolution

Ενα γενετικό στοιχείο που υπάρχει (ή μπορεί να υπάρξει) ανεξάρτητα με το κύριο DNA στο κύτταρο. Στα βακτήρια, τα πλασμίδια μπορούν να υπάρξουν ως μικροί θύλακες DNA και μπορούν να περάσουν ανάμεσα ...

μύκητες

Αρχαιολογία; Evolution

Μια ομάδα οργανισμών από βασικούς Μύκητες, περιλαμβάνοντας μούχλα και μανιτάρια. Μπορεί να βρεθούν είτε σε απλά κύτταρα ή να φτιάξουν ένα πολυκύτταρο σώμα που ονομάζεται μυκέλλιο. Οι μύκητες δεν ...

μεταβατικό απολίθωμα

Αρχαιολογία; Evolution

Ενα απολίθωμα ή ομάδα απολιθωμάτων που αντιπροσωπεύουν παρόμοια είδη, ομοταξιες, ή ομάδες οργανσιμών σε μια νεώτερη ομάδα. Συχνά, τα μεταβατικά απολιθώματα, συνδυάζουν χαρακτηριστικά παλαιότερων, ...

σταθερό

Αρχαιολογία; Evolution

(1) Στα γενετικά γονίδια, ένα γονίδιο είναι ''σταθερό'' όταν έχει μια συχνότητα του 100 τοις εκατό. (2)στην διαδικασία δημιουργίας, τα είδη πεεριγράφονται ως 'σταθερά΄΄ με την έννοια ότι πιστεύεται ...

σωματίδιο

Αρχαιολογία; Evolution

(ως χαρακτηριστικό της θεωρίας της κληρονομικότητας). Συνώνυμο του ατομιστικού

λογική προσαρμογής

Αρχαιολογία; Evolution

Μια συμπεριφορά έχει προσαρμοστική λογική αν τείνει να αυξήσει τον αριθμό των απογόνων που ένα άτομο συμβάλλει στο επόμενο και με την πάροδο των γενεών. Αν τέτοια συμπεριφορά είναι ακόμα έν μέρει ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Nikon Sport Optics

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 8 Όροι

Computer-Assisted Translation (CAT)

Κατηγορία: Languages   2 5 Όροι