Home > Βιομηχανία/Τομέας > Agriculture > General agriculture
General agriculture
General terms related to agriculture that do not fit any other product category.
Industry: Agriculture
Προσθήκη νέου όρουContributors in General agriculture
General agriculture
louping κακή
Agriculture; General agriculture
Η προσβολή οξεία προκαλούνται από τσιμπούρια arbovirus που προκαλεί meningoencephalomyelitis προβάτων.
εγκεφαλίτιδα
Agriculture; General agriculture
Φλεγμονή του εγκεφάλου λόγω της μόλυνσης, αυτοάνοσες τις διαδικασίες, τοξίνες και άλλες συνθήκες. Μολύνσεις από ιούς είναι μια σχετικά συχνή αιτία αυτού του όρου. Εγκεφαλομυελίτιδα ίππων είναι ο ...
κατάθεση
Agriculture; General agriculture
Η Συνθήκη της μονάδας, κυρίως μια δημητριακών, που έχει η ισοπέδωση στο πεδίο ή κατεστραμμένη ώστε δεν μπορεί να στέκεται όρθια από καιρικές συνθήκες ή επειδή το στέλεχος δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε ...
επιχειρήσεων που βασίζονται στην αρχική
Agriculture; General agriculture
Μια μικρή επιχείρηση στην οποία βασίζεται σε μια κατοικία και είναι ανήκει και λειτουργεί από το που κατοικούν το σπίτι, αν και απασχολούμενους υπαλλήλους μπορούν να εκτελούν εργασίες και να ζήσει ...
συχνότερη
Agriculture; General agriculture
Μια επαγγελματική οργάνωση όπου αυτής της δραστηριότητας είναι ιδιοκτησίας και να διαχειρίζεται ένα άτομο.
ιδιωτικές επιχειρήσεις
Agriculture; General agriculture
Οργανώσεις που ασχολούνται με την παραγωγή, τη διανομή ή/και την πώληση των αγαθών ή υπηρεσιών και ανήκουν και διαχειρίζονται από ένα μονό ή μια ομάδα των ιδιωτών ή των ιδρυμάτων. ...
enantiomers
Agriculture; General agriculture
Ένα ζεύγος stereoisomers που είναι εικόνες καθρέφτη nonsuperimposable από την άλλη ανάλογη με ανθρώπινα χέρια. Έχουν πανομοιότυπα φυσικές ιδιότητες, εκτός από την περιστροφή της πολωμένου φωτός και ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί