Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > General language
General language
Use this category for general terms related to languages.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in General language
General language
σημείωση
Γλώσσα; General language
Το φαινόμενο της σημείωσης αφορά κάθε σύστημα σήμανσης: από τα πιο απλά, π.χ. τις πινακίδες της τροχαίας, έως τα πιο σύνθετα, π.χ. τους πολιτισμικούς κώδικες, τον κώδικα της μουσικής, και βέβαια το ...
μοντερνισμός
Γλώσσα; General language
Μοντερνισμού αναφέρεται σε ένα κίνημα, πέρα από τις τέχνες στη Δύση που μπορούν να ανιχνευθούν με τέλη του 19ου αιώνα, ήταν στο απόγειό της από περίπου το 1910-1930, και συνεχίστηκε μέχρι περίπου τα ...
λειτουργίες της διεύθυνσης
Γλώσσα; General language
Ρητές τρόπους σε ποιες πτυχές του στυλ, δομή και/ή περιεχόμενο μιας συνάρτησης κείμενο στους αναγνώστες του «θέση» ως υποκείμενα (ιδανικό αναγνώστες) (π.χ. σε σχέση με την κλάση, ηλικίας, φύλου και ...
δείξη
Γλώσσα; General language
Η χρήση της γλώσσας, αποτελεί την πλέον προφανή και ευθεία αντανάκλαση της σχέσης μεταξύ γλώσσας και «πραγματικότητας». Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στη χρήση συγκεκριμένων γλωσσικών εκφράσεων που ...
αναλογία
Γλώσσα; General language
Το φαινόμενο κατά το οποίο ένα στοιχείο της γλώσσας τροποποιείται με βάση γλωσσικά σχήματα που προϋπάρχουν σε αυτή· π.χ. η αρχαία ελληνική λέξη σκιά μετασχηματίστηκε σε ίσκιος κατ' αναλογία προς το ...
αλλόμορφο
Γλώσσα; General language
Μόρφημα που εμφανίζεται με παραλλαγές που εξαρτώνται από το περιβάλλον της λέξης, οπότε ονομάζεται αλλόμορφο. ...
γλώσσα ενός μέσου
Γλώσσα; General language
Μέσων ενημέρωσης όπως η τηλεόραση και ταινία θεωρούνται από μερικές semioticians ως όπως «γλώσσες» (αν και αυτό αμφισβητείται έντονα από άλλους). Semioticians, συνήθως αναφέρονται σε ταινίες, ...